Το διάταγμα πρόσβασης σε διαβαθμισμένα έγγραφα, που δόθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας σε αιτητή ασύλου, ακύρωσε το Εφετείο με ομόφωνη απόφασή του ημερομηνίας 20 Φεβρουαρίου 2024, κάνοντας αποδεκτή την έφεση που καταχώρισε ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας.
Ο αιτητής είχε υποβάλει αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου (Υπουργείο Εσωτερικών) για απόκτηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Για λόγους που σχετίζονται με την ασφάλεια της κυπριακής κοινωνίας και της Δημοκρατίας, η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή του, αποκλείοντάς τον συνάμα και από τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ο αιτητής, μη αποδεχόμενος την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας υποβάλλοντας αίτηση για αποκάλυψη εγγράφων της Υπηρεσίας Ασύλου που περιέχονταν στον φάκελό του, επιδιώκοντας, στην ουσία, να έχει πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες (περιλαμβανομένων και διαβαθμισμένων εγγράφων), στις οποίες η Υπηρεσία βασίστηκε για να τον απορρίψει. Η αίτηση του εν λόγω προσώπου στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας υπήρξε επιτυχής, με τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να ασκεί έφεση επί της πρωτόδικης αυτής απόφασης. Παράλληλα, το ίδιο δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για αναστολή της εκδοθείσας απόφασής του για πρόσβαση του αιτητή στα διαβαθμισμένα έγγραφα, μέχρι την έκδοση της απόφασης του Εφετείου.
Εκδικάζοντας την υπόθεση, το Εφετείο έκρινε ως βάσιμη την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας σημειώνοντας ότι, με βάση το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δικαίωμα πρόσβασης του αιτητή σε έγγραφα δεν είναι απόλυτο, αλλά, «αντιθέτως, μπορεί να περιοριστεί από το Δικαστήριο, σταθμίζοντας το δικαίωμα του προσφεύγοντα (το οποίο συνιστά έκφανση του δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, το οποίο απολαύει ενώπιον του Δικαστηρίου) με το συμφέρον της Διοίκησης να προστατεύσει την εθνική ασφάλεια διά της μη αποκάλυψης ευαίσθητων πληροφοριών». Συνακόλουθα, η μη αποκάλυψη στον αιτητή των στοιχείων είναι δυνατή και δικαιολογημένη, εάν μια τέτοια αποκάλυψη «θα διακύβευε κατά τρόπο άμεσο και συγκεκριμένο την εθνική ασφάλεια, μεταξύ άλλων, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή, την υγεία ή την ελευθερία τρίτων, ή αποκαλύπτοντας τις ειδικές μεθόδους έρευνας των εθνικών αρχών ασφαλείας».
Αναφορά γίνεται επίσης από το Εφετείο και στο εθνικό δίκαιο και δη, στο «περί Ασφάλειας Διαβαθμισμένων Πληροφοριών Διάταγμα του 2013 (Κ.Δ.Π. 410/2013)», για να σημειώσει ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενεργή υποχρέωση να αξιολογήσει αυτεπαγγέλτως κατά πόσον η αποκάλυψη διαβαθμισμένου εγγράφου ενδέχεται να βλάψει τα ζωτικά συμφέροντα της Δημοκρατίας, ως αυτά περιγράφονται στην παράγραφο 4 (2) του ιδίου Διατάγματος».
Ως εκ τούτου, το Εφετείο παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση επιδικάζοντας έξοδα προς όφελος της Δημοκρατίας.
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την υπόθεση χειρίστηκαν η κα Αθανασία Α. Αχιλλέως και η κα Πηνελόπη Χαραλάμπους, Δικηγόροι της Δημοκρατίας.
πηγή: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών